φαρυγγοϋπερώιος

φαρυγγοϋπερώιος
-α, -ο, Ν
ανατ. αυτός που ανήκει στον φάρυγγα και στην υπερώα (α. «φαρυγγοϋπερώια καμάρα» β. «φαρυγγοϋπερώιος μυς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. pharyngopalatinus < pharyngo- (< φάρυγξ, -υγγος) + palatinus «υπερώιος». Η λ., στον λόγιο τ. τού ουδ. φαρυγγονπερώϊον, μαρτυρείται από το 1836 στον Δ.Α. Μαυροκορδάτο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”